MAIMEDNESS - ορισμός. Τι είναι το MAIMEDNESS
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι MAIMEDNESS - ορισμός


Maimedness      
·noun State of being maimed.
maim         
  • Police surgeon]]'s drawing showing the mutilated body of [[Catherine Eddowes]], [[Jack the Ripper]]'s fourth canonical victim, as discovered on September 30, 1888.
  • [[Fredegund]] ordering the mutilation of Olericus
ACT OF PHYSICAL INJURY THAT DEGRADES THE APPEARANCE OR FUNCTION OF ANY LIVING BODY
Maiming; MAIM; Maim; Mutilated; Mutilate; Mutilating; Animal mutilation
I. v. a.
Cripple, mutilate, disable, obtruncate, mangle, mar.
II. n.
1.
[Written also Maihem and Mayhem.] Crippling, mutilation, disfigurement.
2.
Injury, mischief, harm, hurt.
maim         
  • Police surgeon]]'s drawing showing the mutilated body of [[Catherine Eddowes]], [[Jack the Ripper]]'s fourth canonical victim, as discovered on September 30, 1888.
  • [[Fredegund]] ordering the mutilation of Olericus
ACT OF PHYSICAL INJURY THAT DEGRADES THE APPEARANCE OR FUNCTION OF ANY LIVING BODY
Maiming; MAIM; Maim; Mutilated; Mutilate; Mutilating; Animal mutilation
v. to inflict a serious bodily injury, including mutilation or any harm which limits the victim's ability to function physically. Originally, in English common law it meant to cut off or permanently cripple a body part like an arm, leg, hand or foot. In criminal law, such serious harm becomes an "aggravated" assault, which is a felony subject to a prison term. See also: mayhem